- σαββελικός
- -ή, -ό, Ν [Σάβελλοι]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαβέλλους, κατοίκους τής κεντρικής Ιταλίας κατά την πριν από τους Ρωμαίους εποχή, οι οποίοι ταυτίζονται με τους Σαβίνους2. φρ. «σαβελλικό αλφάβητο» — τροποποίηση τού ελληνικού αλφαβήτου στο οποίου γράφηκαν κατά τον 6ο και τον 5ο π.Χ. αιώνα οι παλαιότερες σαβελλικές επιγραφές.
Dictionary of Greek. 2013.